Παραθυρεοειδών
Αδένων

Τι είναι οι παραθυρεοειδείς αδένες και ποιος ο ρόλος τους 

Οι παραθυρεοειδείς αδένες είναι τέσσερις μικροί ενδοκρινείς αδένες που εντοπίζονται στο λαιμό, πίσω από το θυρεοειδή αδένα. Παράγουν και εκκρίνουν στην κυκλοφορία μια ορμόνη, την παραθορμόνη, η οποία ρυθμίζει τα επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα, στα οστά και σε όλο τον οργανισμό.  

Το ασβέστιο είναι πολύ σημαντικό για τη λειτουργία του νευρικού και του μυϊκού συστήματος και είναι το μόνο στοιχείο που διαθέτει το δικό του ρυθμιστικό σύστημα: τους παραθυρεοειδείς αδένες.  

Οι μικροί αυτοί ενδοκρινείς αδένες εκκρίνουν την παραθορμόνη, η οποία σε συνδυαστική δράση με την καλσιτονίνη, που εκκρίνεται από τα παραθυλακιώδη κύτταρα του θυρεοειδούς, και τη βιταμίνη D  ρυθμίζουν συνεχώς και με ακρίβεια την ποσότητα του ασβεστίου στο αίμα, δρώντας στα οστά, τους νεφρούς και το λεπτό έντερο.    

Εάν τα επίπεδα του ασβεστίου μειωθούν, οι παραθυρεοειδείς αδένες εκκρίνουν την παραθορμόνη η οποία αφενός κινητοποιεί ασβέστιο από τα οστά και αφετέρου αυξάνει, με τη συνέργεια της βιταμίνης D, την απορρόφηση του ασβεστίου των τροφών από το λεπτό έντερο. Με τον τρόπο αυτό τα επίπεδα του ασβεστίου επανέρχονται στα φυσιολογικά και διατηρούνται ανέπαφες οι λειτουργίες του νευρικού και μυϊκού συστήματος.  

Αντίθετα, όταν τα επίπεδα του ασβεστίου αυξηθούν, σταματά η παραγωγή παραθορμόνης, αναστέλλοντας έτσι την κινητοποίηση του από τα οστά, ενώ η περίσσεια του, με τη βοήθεια της καλσιτονίνης, εναποτίθεται στα οστά. Έτσι, τα επίπεδα του ασβεστίου διατηρούνται εντός φυσιολογικών ορίων.  

Παθήσεις των παραθυρεοειδών αδένων 

Η κυριότερη πάθηση των παραθυρεοειδών αδένων ονομάζεται υπερπαραθυρεοειδισμός και οφείλεται στην υπερλειτουργία ενός ή περισσότερων αδένων με συνέπεια την υπερέκκριση παραθορμόνης και την πρόκληση υπερασβεστιαιμίας (παρουσία μεγάλων ποσοτήτων ασβεστίου στο αίμα). Τα επίπεδα του ασβεστίου μπορούν να είναι κάποιες φορές εξαιρετικά υψηλά (ενίοτε και σε επικίνδυνο βαθμό) ή σε μερικές περιπτώσεις ελαφρώς ανεβασμένα ή και φυσιολογικά (εφόσον οι νεφροί απεκκρίνουν μεγάλες ποσότητες ασβεστίου για παράδειγμα). Τα κυριότερα συμπτώματα αφορούν το νευρικό-μυϊκό σύστημα, τα οστά και τους νεφρούς.  

Ο υπερπαραθυρεοειδισμός διακρίνεται σε πρωτοπαθή́ σε δευτεροπαθή́ και τριτοπαθή.  

Ο δευτεροπαθής και ο τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός παρατηρείται σε ασθενείς με χρόνια νεφρική́ ανεπάρκεια που υποβάλλονται σε κάθαρση και σε ορισμένες περιπτώσεις (ειδικά́ πριν τη μεταμόσχευση νεφρού́) θα πρέπει να αντιμετωπίζονται χειρουργικά́.  

Στον πρωτοπαθή́ υπερπαραθυρεοειδισμό παρατηρείται ανεξέλεγκτη παραγωγή́ παραθορμόνης, με αποτέλεσμα την υπερασβεστιαιμία και την οστεοπενία.  

Αίτια πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού 

  • Στο 80% των περιπτώσεων πρόκειται για καλοήθη όγκο (αδένωμα) ενός από τους παραθυρεοειδείς αδένες 
  • Σε 10 με 15% των περιπτώσεων πρόκειται για υπερπλασία (αύξηση του μεγέθους) και των τεσσάρων παραθυρεοειδών αδένων 
  • Σε 3 με 4% πρόκειται για καρκίνο των παραθυρεοειδών αδένων 

Επιπλοκές – Συμπτώματα 

  • Υποτροπιάζουσα νεφρολιθίαση: εξαιτίας της υπερασβεστιαιμίας παρατηρούνται συχνά κολικοί νεφρού εξαιτίας λίθων Ο οργανισμός προσπαθεί αποβάλει το επιπλέον ασβέστιο με τα ούρα με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος για δημιουργία νεφρολιθίασης.  
  • Απώλεια οστικής πυκνότητας: ο υπερπαραθυρεοειδισμός προκαλεί προοδευτική απώλεια της οστικής πυκνότητας η οποία μπορεί να οδηγήσει σε παθολογικά κατάγματα ή σε μυοσκελετικά συμπτώματα. Όσο πιο πολύ παραθορμόνη παράγεται τόσο περισσότερο ασβέστιο χάνουν τα οστά, με αποτέλεσμα να γίνονται αδύναμα, εύθραυστα, με αυξημένη πιθανότητα καταγμάτων.  
  • Πεπτικό έλκος: τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου διεγείρουν την έκκριση υδροχλωρικού οξέος 
  • Αρτηριακή υπέρταση: αυξημένος κίνδυνος για αρτηριακή υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια, πιθανόν λόγω αγγειοσύσπασης και βλάβης των νεφρών 
  • Ψυχολογικές διαταραχές: κατάθλιψη, αλλαγή συμπεριφοράς, συναισθηματική αστάθεια 
  • Πόνος στα οστά: ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός προδιαθέτει στην εμφάνιση νεφρικής οστεοδυστροφίας, η οποία αποτελεί συχνή επιπλοκή της νεφρικής ανεπάρκειας και προκαλεί πόνο στις αρθρώσεις.  
  • Άλλα συμπτώματα, όπως κοιλιακά άλγη, κόπωση, πολυδιψία, ναυτία, άγχος, κατάθλιψη 

Χειρουργική θεραπεία του πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού 

Η υπερασβεστιαιμία που οφείλεται στον πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό ελέγχεται πολύ δύσκολα και εμφανίζει σημαντική θνητότητα.  

Η θεραπευτική προσέγγιση περιλαμβάνει την επιθετική ενυδάτωση και τη χρήση αναλόγων σωματοστατίνης και διφωσφονικών αλάτων.  

Θεραπεία εκλογής ωστόσο θεωρείται η χειρουργική αφαίρεση του(ή των) προβληματικού παραθυρεοειδή αδένα. Μόνο η χειρουργική θεραπεία μπορεί να προσφέρει ίαση στον πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό.  

Είδη παραθυρεοειδεκτομής 

  • Στοχευμένη παραθυρεοειδεκτομήεφόσον το υπεύθυνο αδένωμα έχει εντοπιστεί 
  • Αμφοτερόπλευρη διερεύνηση τραχήλου, εφόσον το υπεύθυνο αδένωμα δεν έχει εντοπιστεί με τις διάφορες απεικονιστικές μεθόδους. Στην περίπτωση αυτή όλη η περιοχή του τραχήλου διερευνάται από το χειρουργό προκειμένου να ανευρεθεί και να αφαιρεθεί ο παθολογικός αδένας ή αδένες 
  • Η υφολική παραθυρεοειδεκτομή συνιστάται στις περιπτώσεις διάχυτης υπερπλασίας των παραθυρεοειδών αδένων, όπου όλοι οι παραθυρεοειδείς εκκρίνουν μεγάλες ποσότητες παραθορμόνης. Η περίπτωση αυτή είναι συχνή σε περιπτώσεις δευτεροπαθούς ή τριτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού ή σε περιπτώσεις πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού με πολλαπλά αδενώματα. Στην περίπτωση αυτή αφαιρούνται τα 7/8 των παραθυρεοειδών ενώ το εναπομένον 1/8 μεταμοσχεύεται σε μυ του αντιβραχίου.   

Σε ορισμένους ηλικιωμένους ασθενείς, χωρίς επιπλοκές σχετιζόμενες με τον υπερπαραθυρεοειδισμό και με σχετικά χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και παραθορμόνης,  μπορεί να προτιμηθεί η απλή παρακολούθηση με εξετάσεις αίματος κάθε 6 με 12 μήνες και μέτρηση της οστικής πυκνότητας κάθε 2 με 3 χρόνια.  

Τα επίπεδα του ασβεστίου και της παραθορμόνης στο αίμα μπορούν να μειωθούν με τη χορήγηση συγκεκριμένων φαρμάκων, τα οποία ωστόσο παρουσιάζουν σημαντικές παρενέργειες χωρίς να βελτιώνουν την περιεκτικότητα των οστών σε ασβέστιο. Η χρήση τους επομένως περιορίζεται σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, ενώ τα φάρμακα που αυξάνουν την οστική πυκνότητα μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν. Τα αποτελέσματα ωστόσο είναι λιγότερο ικανοποιητικά από αυτά της χειρουργικής αντιμετώπισης.