Καρκίνος
του θυρεοειδή

Ο Καρκίνος του θυρεοειδή εκδηλώνεται με τη μορφή όζων, ωστόσο πάνω από το 95% των θυρεοειδικών όζων είναι καλοήθεις. Είναι επομένως σημαντικό να μπορεί να γίνεται διάκριση μεταξύ των όζων του θυρεοειδούς που είναι συχνοί και τις περισσότερες φορές καλοήθεις και των καρκινωμάτων που είναι περισσότερο σπάνια. Από τα καρκινώματα, περισσότερα από 90% είναι διαφοροποιημένα καρκινώματα τα οποία διακρίνονται σε δύο τύπους, τα θηλώδη και τα θυλακιώδη καρκινώματα. Και οι δύο μορφές καρκινωμάτων μπορούν να θεραπευτούν πολύ αποτελεσματικά.  

Η ανακάλυψη ενός όζου

Η τυχαία ανακάλυψη ενός όζου είναι σχεδόν πάντα αυτή που οδηγεί σε περισσότερες εξετάσεις του θυρεοειδούς, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο όζος που μόλις ανακαλύφτηκε είναι καλοήθης ή κακοήθης.  

Ένας όζος μπορεί να ανακαλυφθεί με διάφορους τρόπους:  

  • Παρουσία μιας διόγκωσης στο κάτω μέρος του λαιμού η οποία κινείται κατά την κατάποση χωρίς να προκαλεί καμία ενόχληση και σε γενικές γραμμές δεν φαίνεται ανησυχητική. 
  • Τυχαία ανακάλυψη ενός όζου μικρών διαστάσεων κατά τη διάρκεια μιας απεικονιστικής εξέτασης για άλλο λόγο (υπερηχογράφημα τραχήλου, Doppler καρωτίδων) 
  • Παρουσία κάποιες φορές ενός ψηλαφητού λεμφαδένα στο λαιμό, αύξηση του μεγέθους μιας προϋπάρχουσας βρογχοκήλης ή ακόμη τροποποίηση της φωνής η οποία μπορεί να γίνει περισσότερο βραχνή.  

Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν παρατηρείται αλλαγή στη γενική κατάσταση του ασθενούς.  

Οι καλοήθεις όζοι

Η πρώτη προσέγγιση περιλαμβάνει την κλινική εξέταση, με ψηλάφηση του λαιμού και αναζήτηση ύποπτων στοιχείων (όπως το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του θυρεοειδούς ή η θεραπεία με ακτινοβολία κατά την παιδική ηλικία), κατόπιν μέτρηση των επιπέδων TSH και υπερηχογράφημα τραχήλου. Οι εξετάσεις αυτές δίνουν μια πρώτη εικόνα για το χαρακτηρισμό του όζου.  

Εάν ο όζος είναι μικρότερος από 1εκ. σε διάμετρο, και εφόσον δεν υπάρχουν ύποπτα κλινικά στοιχεία, δε χρειάζεται καμιά παραπέρα εξέταση. Γνωρίζουμε σήμερα ότι ο κίνδυνος καρκίνου είναι πολύ μικρός και ακόμη και αν πρόκειται για κακοήθη μορφή, η εξέλιξη του σε βάθος χρόνου είναι πολύ αργή, ιδίως σε ασθενείς μεγαλύτερους των 65 ετών. Στις περιπτώσεις αυτές αρκεί να προγραμματιστεί ένας καινούργιος υπερηχογραφικός έλεγχος σε 12 με 24 μήνες για να επιβεβαιωθεί η απουσία σημαντικής αύξησης του μεγέθους του όζου.    

Η διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς

Εάν από τα αρχικά ευρήματα κριθεί αναγκαίος ο παραπέρα έλεγχος, το επόμενο βήμα είναι η διενέργεια βιοψίας με λεπτή βελόνη. Πραγματοποιείται κυρίως σε όζους συμπαγείς και με μέγεθος πάνω από 1εκ. Οι βελόνες που χρησιμοποιούνται για την αναρρόφηση κυτταρικού υλικού είναι πολύ λεπτές και η εξέταση δεν είναι περισσότερο επώδυνη από μια απλή αιμοληψία.  

Η μικροσκοπική εξέταση των κυττάρων που λαμβάνονται μπορεί να καταλήξει στα εξής τρία συμπεράσματα: 

  1. Καλοήθης όζος: ο κίνδυνος ύπαρξης καρκίνου είναι πολύ μικρός και η απλή παρακολούθηση είναι αρκετή. 
  2. Όζος απροσδιόριστου βαθμού: ο κίνδυνος ύπαρξης καρκίνου ανέρχεται σε 20% περίπου 
  3. Κακοήθης όζος: ο κίνδυνος ύπαρξης καρκίνου είναι εξαιρετικά υψηλός, μεγαλύτερος από 95%  

Η σταδιοποίηση Βηθεσδά (Bethesda) επιτρέπει να κατατάξουμε το αποτέλεσμα της κυτταρολογικής εξέτασης σε έξι στάδια ανάλογα με τον κίνδυνο ύπαρξης καρκίνου.  

Περίπου 5 με 20% των κυτταρολογικών εξετάσεων δεν μπορούν να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα για τη φύση των όζων, επειδή η ποσότητα των ληφθέντων κυττάρων είναι ανεπαρκής για να τεθεί ασφαλής διάγνωση, γεγονός που επιβάλλει την επανάληψη της εξέτασης. Σε περίπτωση νέας αποτυχίας η προληπτική αφαίρεση του όζου μπορεί να εξεταστεί ως εναλλακτική λύση. Η ίδια προσέγγιση προτείνεται και σε περίπτωση απροσδιόριστου αποτελέσματος.  

Πρέπει να τονιστεί ότι σήμερα καταφεύγουμε όλο και σπανιότερα στο σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς, γιατί η συγκεκριμένη εξέταση προσθέτει ελάχιστες συμπληρωματικές πληροφορίες, εκτός από δύο περιπτώσεις: 

  • Εάν τα επίπεδα της TSH είναι χαμηλά, το σπινθηρογράφημα επιβάλλεται, γιατί μπορεί να πρόκειται περί θερμού όζου. Οι θερμοί όζοι είναι σχεδόν πάντα καλοήθεις, αλλά είναι υπεύθυνοι για την εμφάνιση υπερθυρεοειδισμού και επομένως τίθεται ένδειξη θεραπευτικής αντιμετώπισης 
  • Σε περίπτωση πολυοζώδους βρογχοκήλης, το σπινθηρογράφημα διακρίνει τους θερμούς από τους ψυχρούς όζους και μπορεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να καθοδηγήσει τις άλλες εξετάσεις (βιοψία με βελόνη) 

Σε περίπτωση όζων μεγάλου μεγέθους, σημαντικής αύξησης του μεγέθους ενός όζου ή φυσικά όταν το αποτέλεσμα της κυτταρολογικής εξέτασης είναι ύποπτο για κακοήθεια, η θεραπευτική-χειρουργική αντιμετώπιση επιβάλλεται.  

Καρκίνος του θυρεοειδή, θεραπεία

Η θεραπεία του καρκίνου του θυρεοειδούς περιλαμβάνει πολλά διαδοχικά στάδια.  

Η χειρουργική επέμβαση αποτελεί το πρώτο στάδιο. Ο χειρουργός προχωρά στη διενέργεια ολικής θυρεοειδεκτομής, δηλαδή αφαίρεσης όλου του θυρεοειδή αδένα, και προφυλακτικού λεμφαδενικού καθαρισμού των κεντρικών τραχηλικών διαμερισμάτων εφόσον η διάγνωση του καρκίνου έχει τεθεί με βεβαιότητα προεγχειρητικά. Η χειρουργική αυτή προσέγγιση είναι ο καταλληλότερος τρόπος για την αποφυγή επέκτασης του όγκου, τη διευκόλυνση της συμπληρωματικής θεραπείας και της περαιτέρω παρακολούθησης.  

Η λήψη θυροξίνης Τ4 είναι απαραίτητη για την υποκατάσταση της απουσίας του θυρεοειδούς αδένα και των ορμονών που αυτός εκκρίνει.  

Η χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου 131 μετά τη χειρουργική επέμβαση είναι κάποιες φορές χρήσιμη, για τους παρακάτω λόγους: το ιώδιο 131 μας επιτρέπει να δούμε εάν υπάρχουν υπολείμματα φυσιολογικού θυρεοειδικού ιστού αλλά κυρίως εάν υπάρχουν καρκινικά θυρεοειδικά κύτταρα ή ιστοί, που ονομάζονται μεταστάσεις, σε άλλα σημεία του σώματος εκτός του θυρεοειδή. Το ιώδιο 131 είναι ένα ραδιενεργό ισότοπο του ιωδίου, και χρησιμεύει τόσο ως μέσο απεικόνισης όσο και ως μέσο θεραπείας αυτών των ιστών. Το ιώδιο 131 χορηγείται μετά από διέγερση του θυρεοειδικού ιστού από την TSH. Αυτό επιτυγχάνεται είτε μετά από παρατεταμένο υποθυρεοειδισμό είτε μετά από χορήγηση rhTSH (ανασυνδυασμένη ανθρώπινη TSH).