Χειρουργική
του καρκίνου
του θυρεοειδούς

Η Χειρουργική του καρκίνου του θυρεοειδούς αποτελει το α και το ω για την έγκαιρη και σωστή αντιμετώπιση του καρκίνου του θυρεοειδούς διασφαλίζοντας έτσι την άριστη πρόγνωση της νόσου, την ελαχιστοποίηση των μετεγχειρητικών επιπλοκών και την αποφυγή των υποτροπών.

Η πρόγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς είναι άριστη εφόσον αντιμετωπιστεί εξαρχής σωστά και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες των επιστημονικών εταιρειών. Μόνο 5% των ασθενών καταλήγουν από τη νόσο, ενώ 10 με 20% θα εμφανίσουν υποτροπή, τις περισσότερες φορές στους επιχώριους λεμφαδένες, συχνά καθυστερημένα, δικαιολογώντας την αναγκαιότητα μακρόχρονης παρακολούθησης.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη Χειρουργική του καρκίνου του θυρεοειδούς (ολική θυρεοειδεκτομή με ή χωρίς λεμφαδενικό καθαρισμό του τραχήλου ανάλογα με το στάδιο της νόσου και τους εξατομικευμένους παράγοντες κινδύνου του ασθενούς).

Η ολική θυρεοειδεκτομή, δηλαδή η αφαίρεση όλου του θυρεοειδούς αδένα, και ο ταυτόχρονος προφυλακτικός λεμφαδενικός καθαρισμός των κεντρικών διαμερισμάτων του τραχήλου είναι η ενδεικνυόμενη διαδικασία κατά την χειρουργική του καρκίνου του θυρεοειδούς σε περιπτώσεις επιβεβαιωμένων καρκινωμάτων με μέγεθος μεγαλύτερο του 1 εκ. Στόχος της χειρουργικής επέμβασης είναι η αφαίρεση όλου του θυρεοειδικού ιστού προκειμένου να μειωθεί στο ελάχιστο η πιθανότητα υποτροπής του όγκου και να διευκολυνθούν η μετεγχειρητική συμπληρωματική θεραπεία και παρακολούθηση.

Ο προφυλακτικός λεμφαδενικός καθαρισμός δεν βελτιώνει τη συνολική επιβίωση και πρόγνωση, η οποία ούτως ή άλλως είναι εξαιρετική, αλλά μηδενίζει τις πιθανότητες τοπικής υποτροπής στους επιχώριους λεμφαδένες. Αποφεύγεται επομένως η επανεπέμβαση στην κοίτη του θυρεοειδούς η οποία σχετίζεται με αυξημένα ποσοστά σοβαρών επιπλοκών (κάκωση λαρυγγικών νεύρων, υποπαραθυρεοειδισμός).

Η χειρουργική του καρκίνου του θυρεοειδούς διενεργείται υπό γενική αναισθησία. Δε σχετίζεται με σημαντική απώλεια αίματος και επομένως δεν απαιτείται μετάγγιση αίματος. Η χρήση εργαλείων που βασίζονται σε σύγχρονες μορφές ενέργειας (ψαλίδι υπερήχων) έχει μηδενίσει την απώλεια αίματος και έχει μειώσει σημαντικά τη χρονική διάρκεια της επέμβασης η οποία σπάνια ξεπερνά τις δύο ώρες. Η τομή έχει μήκος 3-4 εκ., είναι οριζόντια στη βάση του λαιμού μέσα σε κάποια από τις φυσιολογικές ρυτίδες για τέλειο αισθητικό αποτέλεσμα.

Σε περίπτωση παρουσίας κλινικά ή υπερηχογραφικά ύποπτου λεμφαδένα στα πλάγια του τραχήλου ο λεμφαδενικός καθαρισμός πρέπει να επεκταθεί και στα πλάγια διαμερίσματα του τραχήλου επεκτείνοντας τη χειρουργική τομή. Επίσης, στη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης είναι δυνατόν να καταφύγουμε στη διενέργεια μικροσκοπικής εξέτασης κάποιων ιστών (ταχεία βιοψία) προκειμένου να επιβεβαιώσουμε ή να συμπληρώσουμε την αρχική διάγνωση και να αποφασίσουμε για το εύρος και την έκταση της επέμβασης.

Σε κάθε περίπτωση πάντως όλο το χειρουργικό παρασκεύασμα (ό,τι αφαιρείται στη διάρκεια της επέμβασης) αποστέλλεται για κανονική ιστολογική-παθολογοανατομική εξέταση η οποία μπορεί να διαρκέσει κάποιες ημέρες.

Η συνολική διάρκεια νοσηλείας είναι 1 ημέρα για τις περιπτώσεις ολικής θυρεοειδεκτομής με συνοδό προφυλακτικό λεμφαδενικό καθαρισμό των κεντρικών τραχηλικών διαμερισμάτων, ενώ μπορεί να φτάσει τις 2 ή σπανιότερα 3 ημέρες εφόσον ο λεμφαδενικός καθαρισμός επεκταθεί και στα πλάγια τραχηλικά διαμερίσματα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση διενέργειας απλής λοβεκτομής (δηλ. αφαίρεσης του ενός λοβού του θυρεοειδούς) για ύποπτο ή καλοήθη όζο, εφόσον στην τελική παθολογοανατομική εξέταση διαγνωστεί η παρουσία διαφοροποιημένου καρκινώματος του θυρεοειδούς απαιτείται η επανεπέμβαση για διενέργεια ολικής θυρεοειδεκτομής και κεντρικού λεμφαδενικού καθαρισμού. Σε περίπτωση διενέργειας εξαρχής ολικής θυρεοειδεκτομής για πολυοζώδη βρογχοκήλη ή ύποπτο όζο, η τελική διάγνωση καρκινώματος δεν αποτελεί ένδειξη για επανεπέμβαση προς διενέργεια συμπληρωματικού προφυλακτικού λεμφαδενικού καθαρισμού.

Η χειρουργική του καρκίνου του θυρεοειδούς θα συμπληρωθεί από την εξειδικευμένη κατασταλτική θεραπεία με υψηλή δόση θυροξίνης και κάποιες φορές με χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου. Η χημειοθεραπεία και η εξωτερική ακτινοβολία πολύ σπάνια χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις καρκίνου του θυρεοειδούς.

Η σωστή και εξατομικευμένα ενδεδειγμένη αρχική χειρουργική αντιμετώπιση σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες των Διεθνών Ιατρικών Εταιριών (εύρος και ποιότητα της θυρεοειδεκτομής, διενέργεια ή όχι συμπληρωματικού προφυλακτικού ή ογκολογικού λεμφαδενικού καθαρισμού) είναι καθοριστικής σημασίας για την τελική έκβαση, τη μείωση των άμεσων και απώτερων τοπικών υποτροπών καθώς και για τη μείωση των μετεγχειρητικών επιπλοκών όπως οι κακώσεις των παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων αλλά και ο μόνιμος υποπαραθυρεοειδισμός.

Το Κέντρο Χειρουργικής Νεοπλασμάτων του θυρεοειδούς, οργανώθηκε από τον Δρ Ραφαηλίδη Σάββα, χειρουργό ενδοκρινών αδένων με πολυετή πείρα στην αντιμετώπιση περιστατικών κακοήθειας του θυρεοειδούς και στελεχώνεται από έμπειρους χειρουργούς και αναισθησιολόγους με εξειδίκευση στη χειρουργική ογκολογική αντιμετώπιση του καρκίνου του θυρεοειδούς.

Η χειρουργική και αναισθησιολογική ομάδα, πλαισιώνεται από ακτινολόγους, παθολογοανατόμους και πυρηνικούς ιατρούς οι οποίοι σε απόλυτη συνεργασία με το θεράποντα ενδοκρινολόγο και μετά από Ιατρικό Ογκολογικό Συμβούλιο καθορίζουν από κοινού την ενδεδειγμένη για κάθε ασθενή θεραπευτική αντιμετώπιση και συντάσσουν ένα Εξατομικευμένο Σχέδιο (Πλάνο) Θεραπείας το οποίο και κοινοποιείται στον ασθενή.

Στόχος του Κέντρου είναι η έγκαιρη, επιστημονικά τεκμηριωμένη και εξατομικευμένη αντιμετώπιση κάθε ασθενούς σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες των διεθνών επιστημονικών εταιρειών. Η υιοθέτηση του προεγχειρητικού και μετεγχειρητικού Ιατρικού Ογκολογικού Συμβουλίου εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της προτεινόμενης θεραπευτικής προσέγγισης σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Το Εξατομικευμένο Σχέδιο Θεραπείας κοινοποιείται και επεξηγείται λεπτομερώς στον ασθενή προκειμένου να καταστεί μέτοχος και συνεργός στην αντιμετώπιση της νόσου του.

ΤΡΟΠΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Παραπομπή
Ο θεράπων ενδοκρινολόγος σας παραπέμπει για περαιτέρω αντιμετώπιση του πρόσφατα διαγνωσμένου καρκίνου του θυρεοειδούς.

Πρώτη επίσκεψη
Ο χειρουργός συλλέγει και εξετάζει τα στοιχεία του ιατρικού σας φακέλου και συζητάει μαζί σας το ιατρικό ιστορικό σας και τις τυχόν συνυπάρχουσες παθήσεις.

Εξειδικευμένες εξετάσεις
Κάποιες περαιτέρω εξειδικευμένες εξετάσεις, όπως η χαρτογράφηση των λεμφαδένων του τραχήλου, είναι πιθανόν να χρειαστούν προκειμένου να καθοριστεί επακριβώς το στάδιο της νόσου.

Ιατρικό Ογκολογικό Συμβούλιο
Όταν όλες οι απαραίτητες εξετάσεις έχουν διενεργηθεί ο ιατρικός σας φάκελος θα τεθεί σε συζήτηση στα πλαίσια ενός τακτικού ή έκτακτου προεγχειρητικού Ιατρικού Ογκολογικού Συμβουλίου στο οποίο θα συμμετάσχουν ο θεράποντας ενδοκρινολόγος σας, οι εξειδικευμένοι χειρουργοί του Κέντρου, ο αναισθησιολόγος της ομάδας, και τουλάχιστον ένας ειδικός ενδοκρινολόγος, παθολογοανατόμος, ακτινολόγος και πυρηνικός ιατρός.

Εξατομικευμένη πρόταση Θεραπείας
Στο Ιατρικό Ογκολογικό Συμβούλιο θα αποφασιστεί η καταλληλότερη για την περίπτωση σας εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση και θα αποσαφηνιστεί το είδος της χειρουργικής επέμβασης, η αναγκαιότητα και το απαραίτητο εύρος του συνοδού λεμφαδενικού καθαρισμού.

Επεξήγηση της πρότασης θεραπείας
Η προτεινόμενη θεραπεία θα σας κοινοποιηθεί γραπτά στο λεγόμενο Εξατομικευμένο Σχέδιο Θεραπείας και θα σας επεξηγηθεί με λεπτομέρειες το είδος της χειρουργικής επέμβασης, οι πιθανές επιπλοκές καθώς και τα αναμενόμενα αποτελέσματα ενώ θα καθορίσετε και την ημερομηνία της επέμβασης σας.

Μετεγχειρητικό Ογκολογικό Συμβούλιο – Συμπληρωματική θεραπεία
Μετά τη χειρουργική επέμβαση και το τελικό αποτέλεσμα της παθολογοανατομικής εξέτασης (βιοψίας) ένα δεύτερο (μετεγχειρητικό) Ιατρικό Ογκολογικό Συμβούλιο θα μελετήσει τα δεδομένα της βιοψίας προκειμένου να αποφανθεί για την απαραίτητη συμπληρωματική θεραπεία, την κατασταλτική θεραπεία με θυροξίνη και τη λήψη ή όχι ραδιενεργού ιωδίου.

Δια βίου παρακολούθηση
Ακολούθως ο θεράπων ενδοκρινολόγος αναλαμβάνει την παρακολούθηση σας με τακτικούς κλινικούς και εργαστηριακούς ελέγχους, η συχνότητα των οποίων θα καθοριστεί από την τελική σταδιοποίηση της νόσου και τους ατομικούς παράγοντες κινδύνου.